Μέ πολύ γλαφυρό τρόπο, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς περιέγραψε σήμερα, πώς δύο ἄνθρωποι, ἕνας ἄνδρας καί μία γυναῖκα, προσέγγισαν τόν Χριστό, ἀπονέμοντας τήν λογική τους λατρεία πρός Ἐκεῖνον καί ζητώντας παράλληλα τήν σωτήρια παρέμβασή Του στή ζωή τους.
Ἔχουμε λοιπόν ἐνώπιόν μας δύο ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώρισαν τόν Χριστό ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτῆ καί Τόν προσκύνησαν, ἀπολαμβάνοντας τη δωρεάν τῆς Χάριτός Του, ἀφοῦ καί ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκε καί ἡ αἱμοραγία τῆς γυναίκας σταμάτησε. Γιά νά συμβοῦν ὅμως αὐτά, τόσο ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος, ὅσο καί ἡ γυναῖκα, προέβησαν σέ μία κένωση, σέ ἔνα ἄδειασμα. Σέ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β΄7), δηλαδή δέν παρέμεινε μόνο Θεός, ἀλλά ἔγινε καί ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἐκεῖνοι, ἄδειασαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τήν κοινωνική τους θέση, παραμέρισαν τά μέχρι τότε «πιστεύω» τους, ἀκύρωσαν τίς ἰδεολογίες τους καί τις ὅποιες βιοθεωρίες τους, δέν σκέφτηκαν τί θά πεῖ ὁ κόσμος, κάτι πού γιά ἐμᾶς δυστυχῶς εἶναι τό πρῶτο κριτήριο στή ζωή μας καί μέ μία θαρραλέα ταπείνωση ἔφτασαν τόν Χριστό κι ἔλαβαν τό δῶρο τους ἀπό Ἐκεῖνον.
Σήμερα κατ’ ἀγαθή συγκυρία γιορτάζουν δύο Ἅγιοι, ἕνας ἄνδρας καί μία γυναῖκα, πού κι Ἐκεῖνοι μέ τόν τρόπο τους ἀπένειμαν στή διάρκεια τῆς ζωῆς τους τη λατρεία στόν Κύριο κι ἀφοῦ ἄδειασαν τούς ἑαυτούς τους καί βίωσαν τήν ταπείνωση σέ ὁριακά σημεῖα, ἔλαβαν ἀπό τόν Κύριο τό στεφάνι τῆς Ἁγιότητας, ὡς μάρτυρες τῆς συνειδήσεως, διότι διήγαγον τη ζωή τους ἀφήνοντας τούς ἑαυτούς τους πλήρως καί ἀπολύτως στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνδρας εἶναι ὁ παγκοσμίως γνωστός καί ἀγαπητός Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ἔζησε στα τέλη τοῦ 19ου καί στις ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα. Ἀπό μικρός ἀφιερώθηκε στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά πέσει θῦμα συκοφαντικῆς δυσφήμισης, δυστυχῶς ἀπό μέρους κυρίως ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων. Ὑπέμεινε καρτερικά μέ ὑποδειγματική ταπείνωση καί γενναιότητα. Ἐκδιωκόμενος ἔφτασε στήν Ἀθήνα καί μετά ἀπό περιπέτειες κατέληξε στήν Αἴγινα. Ἐκεῖ συνέστησε τήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει τό ὄνομά του, γιά νά στεγάσει τήν ἔνζηλη ἀσκητική βιοτή τῶν πνευματικῶν του θυγατέρων, βιώνοντας κι ἐκεῖ τή συκοφαντία καί τούς διωγμούς σέ ἀπίστευτα ταπεινωτικές ἐκφάνσεις. Σήκωσε ὅμως μέ γενναιότητα τόν σταυρό του, εὐγνωμονώντας τόν Κύριο καί κάνοντας πράξη αὐτό πού ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ο Ἀδελφόθεος λέει στήν ἐπιστολή του καί τό ὁποῖο γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς φαντάζει ὄχι ἁπλῶς ἀπευκτέο, ἀλλά καί ἀδύνατο: «Ὅλη τη χαρά νά θεωρήσετε πώς ἔχετε Ἀδελφοί, ὅταν περιπέσετε μέσα σέ ποικῖλες δοκιμασίες» (Καθ. Ἰακ. α΄2).
Στά πλαίσια αὐτά τῆς κενωσής του, τοῦ ἀδειάσματος τοῦ ἑαυτοῦ του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀποποιήθηκε τῶν δικαιωμάτων του γιά νά μήν δοθῇ ἡ παραμικρή ἀφορμή νά σπιλωθῇ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας: «τά πάντα ἀνεχόμαστε γιά νά μήν δημιουργήσουμε πρόβλημα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» (βλ. Α΄ Κορ. θ΄12), ἀφήνοντας παράλληλα τή ζωή του στή θεϊκή Πρόνοιά Του, χωρίς νά τόν ἐνδιαφέρει τί λέει ὁ κόσμος! Καί ὁ Κύριος, ὄχι μόνο τόν δικαίωσε, ἀλλά τόν ἀνέδειξε ὅσο λίγους.
Ἡ σήμερα ἑορταζόμενη γυναῖκα εἶναι ἡ Ὁσία Θεοκτίστη, γνωστή στήν Τοπική μας Ἐκκλησία, ἀλλά λιγότερο γνωστή στόν εὐρύτερο κόσμο. Ἔζησε τόν 10ο αἰῶνα Σύμφωνα μέ τό ἱερό Συναξάριό της ἀπό μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή καί ἐξαιτίας τῆς μεγάλης της ἀγάπης στόν Χριστό, γρήγορα ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἐνδύθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα. Ἀναγκάσθηκε ὅμως μέ τή βία νά ἐγκαταλείψει τό Μοναστήρι της στήν Λέσβο, ἀφοῦ ἔπεσε θῦμα πειρατικῆς ἐπιδρομῆς, καθώς τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Πειρατές λυμαίνονταν τά Νησιά τοῦ Ἀρχιπελάγους. Τό πειρατικό πλοῖο, πού μετέφερε τούς αἰχμαλώτους, ταξίδευε μέ προορισμό τά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου θά κατέληγε καί ἡ Ὁσία Θεοκτίστη. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στήν Πάρο, ἡ Ὁσία Θεοκτίστη κατάφερε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν Πειρατῶν καί δραπετεύοντας ἔζησε τήν ὑπόλοιπη ζωή της ἀσκητικά μέσα στόν Παλαιοχριστιανικό Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς Πάρου, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε ὅταν ἐκοιμήθη. Αἰῶνες μετά, συμπατριῶτες της ἀπό τήν Λέσβο ἀνεκόμισαν τά ἱερά της Λείψανα, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ὁποίων, κατά τρόπο θαυμαστό, βρίσκεται μέχρι σήμερα στήν Ἰκαρία, στήν ὁμώνυμη πλέον Ἱερά Μονή της, ὅπως ἡ ἴδια ἡ Ὁσία ἀπεκάλυψε σέ ἕνα ἅγιο Μοναχό τῆς ἐποχῆς ὀνόματι Ἰωάσαφ, ὡς ἐξῆς: "Εἰμί τήν τάξιν μοναχή, πατρίς μου ἐστίν ἡ Λέσβος, ἠσκήτευσα ἐν τῆ νήσῳ Πάρῳ χρόνους 35, μετά δέ ταῦτα ἀφικόμην ἐνταῦθα, ἵνα φρουρῶ καί σκέπω τήν Νῆσον ταύτην".
Ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα, τή γνωστή σέ ὅλους μας παραβολή τοῦ πλουσίου και τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Οἱ συνοπτικοί Εὐαγγελιστές, δηλαδή ὁ Ματθαῖος, ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μάρκος ἀφιερώνουν μεγάλο μέρος ἀπό τά Εὐαγγέλιά τους στίς παραβολές τοῦ Χριστοῦ, τίς ὁποῖες ἔλεγε στόν λαό, ὥστε νά τούς εἰσαγάγει σταδιακά στα ὑψηλά νοήματα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, παίρνοντας παραδείγματα ἀπό τήν ἁπλή καθημερινότητα. Τόσο ὁ πλούσιος, ὅσο καί ὁ πτωχός Λάζαρος, ὑπῆρξαν πραγματικά και θα μποροῦσαν να εἶναι πρόσωπα τῆς διπλανῆς μας πόρτας, ὅπως λέμε χαρακτηριστικά. Και ὄντως οἱ χαρακτήρες τους σέ κάθε ἐποχή καί συνθήκη ἀναβιώνουν και ζοῦν ἀνάμεσά μας.
Ὁ πλούσιος ἀντιπροσωπεύει ἐκεῖνον πού ἐκτρέπεται ἀπό τήν σωστή διαχείριση τῶν ἀγαθῶν πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός και ὄχι μόνο αὐτό. Ἔχοντας ὑψώσει τον πλοῦτο σαν εἴδωλο στή θέση τοῦ ἀληθιν τοῦ Θεοῦ, ἀδιαφορεῖ γιά τούς ἄλλους. Γύρω ἀπό τον πλοῦτο ἐκινεῖτο ὅλη του ἡ ζωή, οἱ συναναστροφές του και για τό λόγο αὐτό ὅταν ἔβλεπε τόν πτωχό Λαζαρο σέ ἔσχατη ἔνδεια ἔδειχνε ἐντελῶς ἀπρόθυμος νά βοηθήσει. Γιατί ἁπλούστατα τό μόνο πού τον ἐνδιέφερε ἦταν ἡ διατήρηση και ἀπρόσκοπτη συνέχεια τῆς τρυφηλῆς του ζωῆς.
Ὁ Λάζαρος ἀπό την ἄλλη ἀντιπροσωπεύει ἐκεῖνον πού παρόλο πού εἶναι σέ ἔνδεια, στέκεται ὅμως ἀπόλυτα ἀξιοπρεπής. Δεν ἁπλώνει τό χέρι του νά ζητήσει, καί κυρίως δεν κατηγορεῖ οὔτε τόν Θεό για τήν κατάστασή του, οὔτε τούς ἄλλους πού ἔχουν πλοῦτο καί περίσσευμα στή ζωή τους. Ἄς θυμηθοῦμε λίγο τόν μακάριο Ἰώβ ἀπό το ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ἡ σύζυγός του βλέποντας ὅλα τά δεινά τά ὁποία τον εἶχαν βρεῖ, τόν παρότρυνε να πεῖ κάτι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, και ἐκεῖνος τῆς ἀπήντησε: «γιατί μίλησες κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο, ὅπως μιλάει μια ἀπερίσκεπτη και ἀνόητη γυναίκα; Ἐάν τά ἀγαθά εὐχαρίστως τά δεχτήκαμε ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου, τίς θλίψεις καί τίς συμφορές δεν θά τίς ὑπομείνουμε;» (βλ. Ιωβ Β΄ 10). Και ὄχι μόνο δεν εἶπε τίποτα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καθ΄ ὅλη τή διάρκεια τῆς δοκιμασίας του, ἀλλά τή στιγμή μάλιστα πού πληροφορήθηκε ὅτι ξεκληρίστηκε ἡ οικογένειά του, ἀφού πρώτα ἔκοψε τά μαλλιά του ὡς δείγμα πένθους ἔπειτα ἀναφώνησε: «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο. ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν οὕτω και ἐγένετο. Εἴη το ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν και ἕως τοῦ αἰῶνος.» (Ιωβ α΄ 21), το τελευταῖο τμήμα ἀπό το ὁποῖο ψάλλεται μάλιστα μέχρι σήμερα σέ κάθε Θεία Λειτουργία μετά την Ὀπισθάμβωνο Εὐχή.
Με ἄλλα λόγια οὔτε ὁ πλούσιος κολάστηκε ἐπειδή ἦταν πλούσιος, ἀλλά οὔτε καί ὁ Λάζαρος βρέθηκε στόν Παράδεισο ἐπειδή ἦταν πτωχός. Ἡ προαίρεσή τους καί ὁ τρόπος με τον ὁποῖον διαχειρίστηκε ὁ καθένας τήν κατάστασή του ἦταν ἐκείνα πού τούς ὁδήγησαν στή δικαίωση ἤ στην ἀπώλεια ἀντίστοιχα. Δηλαδή ἡ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου.
Το αὐτεξούσιο εἶναι τό χαρακτηριστικό ἐκεῖνο πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος και τον διαφοροποιεῖ ἀπό την ὑπόλοιπη δημιουργία. Εἶναι βασικό γνώρισμα τῆς κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, καθώς τό δημιουργικό (δηλαδή ἡ ἔμφυτη τάση τοῦ ἀνθρώπου να δημιουργεῖ) και το αὐτεξούσιο συγκροτοῦν το κατ΄ εἰκόνα και κατ΄ ἐπέκτασιν το ἀνθρώπινο πρόσωπο. Το κατ΄ εἰκόνα ἀμαυρώθηκε με τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων καθώς δέν χρησιμοποίησαν το αὐτεξούσιο για να ὁμοιωθοῦν με τόν Θεό, ἀλλά για να Τον ἀπορρίψουν και νά ζήσουν χωρίς Αὐτόν εμπιστευόμενοι την ψευδῆ ὑπόσχεση τοῦ διαβόλου περί ἰσοθεΐας. Ἀντίστοιχα το κατ΄ εἰκόνα ἀμαυρώνεται μέ κάθε ἀλλότρια ροπή τοῦ αὐτεξουσίου μας. Ἄν ὅμως χρησιμοποιοῦμε τή θέλησή μας για να στραφοῦμε προς τόν Θεό ζῶντας μέσα στην Ἁγία μας Ἐκκλησία τότε ἐκπληρώνουμε τό σκοπό τοῦ αὐτεξουσίου. Γιατί δόξα τῷ Θεῷ ζοῦμε σέ ἐλεύθερο κράτος ἔχουμε την ἀπόλυτη ἐλευθερία, τουλάχιστον βάσει τοῦ Συντάγματος, νά συμμετάσχουμε στα ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, να ἐκκλησιαζόμαστε και να κοινωνοῦμε τακτικά, νά νηστεύουμε τίς καθορισμένες νηστεῖες, νά συμμετέχουμε στό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἀλλά καί σέ ὅλες αὐτές τίς πνευματικές εὐκαιρίες πού μας παρέχει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπί παραδείγματι τά ἑσπερινά Κηρύγματα, στα ὁποία προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε την ἐλευθερία νά προσφέρουμε στήριξη στούς κάθε λογῆς ἀναξιοπαθοῦντες ἀδελφούς μας, εἴτε αὐτή εἶναι ὑλική, εἴτε ἀκόμα και ἕνας λόγος ἀγάπης, πού θα ἀπαλύνει τήν ψυχή τους. Πόσοι ὅμως εἴμαστε πρόθυμοι για αὐτήν τη θεάρστη διακονία; Γιατί ἡ πραγματικότητα ἔρχεται δυστυχῶς να μᾶς προσγειώσει ἀπότομα. Μιά ματιά στή σύγχρονη τοπική μας κοινωνία δείχνει, ὅτι οὔτε τίς Κυριακές δεν ἀξιοποιοῦμε για τήν πνευματική μας συγκρότηση, τουλάχιστον με τον ἐκκλησιασμό, καθώς τά πρωϊνά τῶν Κυριακῶν ὀργανώνονται οἱ περισσότερες ἐκδρομές και ἐξορμήσεις στή φύση, ἀθλητικοί ἀγῶνες καί προπονήσεις, φροντιστηριακά μαθήματα καί διαγωνίσματα, ὥστε ἡ μυστηριακή ζωή περιθωριοποιεῖται και ἐγκαταλείπεται. Ὁ σύγχρονος βαπτισμένος Χριστιανός ἀδιαφορεῖ και δέν συμμετέχει σέ ὅλες αὐτές τίς πνευματικές εὐκαιρίες πού δίνει ἡ Ἐκκλησία και ὅσοι τό πράττουν κινδυνεύουν νά γίνουν ἀντικείμενο χλεύης και ἀποδοκιμασίας ἀπό τόν περίγυρό τους.
Ὁ ἄνθρωπος σέ πολλές περιπτώσεις ἔχει τόσο σκοτισμένη διάνοια ὥστε ὄχι μόνο δέν θέλει νά πράττει στή ζωή του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά φτάνει στο σημεῖο να κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπο, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ σωστά το θεῖο δώρο τοῦ αὐτεξουσίου.
Παράδειγμα πρός μίμηση για τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου εἶναι οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Πηγάσιος, Ἀφθόνιος, Ἐλπιδοφόρος και Ἀνεμπόδιστος. Ἦταν ἀξιωματοῦχοι στην αὐλή τοῦ βασιλέως τῆς Περσίας Σαβωρίου Β΄. Παρόλο πού προφανῶς και θα κατεῖχαν ὅλα τά πλούτη ἐκείνα πού ἀπέρρεαν ἀπό τά ἀξιώματά τους, ὅταν ὁ βασιλιάς ἐξαπέλυσε αἱματηρό διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν, ἐκείνοι κλήθηκαν ἐνώπιόν του ὥστε, εἴτε να ἀρνηθοῦν τόν Χριστό και νά συνεχίσουν να ἀπολαμβάνουν τά πλούτη τους και τά ἀξιώματά τους, εἴτε να ὁμολογήσουν τόν Χριστό και νά πεθάνουν. Ἐκεῖνοι χωρίς να σκεφθοῦν τίποτε ἄλλο, ὁμολόγησαν εὐθαρσῶς τήν πίστη τους στόν Χριστό ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐπιλέγοντας ἔτσι την ἀληθινή ζωή οὐσιαστικά καί κατόπιν ἄλλοι μέν ἀποκεφαλίστηκαν, ἄλλοι δε μέ διάφορα βασανιστήρια παρέδωσαν τήν ψυχή τους στό Θεό-Δημιουργό τους. Ἔχοντας δηλαδή ὁλοκληρωμένο το κατ’εἰκόνα λόγω τῆς ἀξιοποίησης τοῦ θείου δώρου τοῦ αὐτεξουσίου, συνταυτιζόμενοι με τό πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔλαβαν ἐν τέλει τον ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Διαβάζοντας τή σημερινή παραβολή διαπιστώνουμε την εὐθύνη πού ἔχουμε ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργήματα να χρησιμοποιοῦμε το θεῖο δῶρο τοῦ αὐτεξουσίου συνταυτιζόμενοι με το θεῖο θέλημα ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ καταστάσεις και οἱ συνθῆκες, στις ὁποῖες με τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ζοῦμε. Δηλαδή ὄχι μόνο ἁπλά καί τυπικά να ἐφαρμόζουμε κάποια εὐαγγελικά προστάγματα, ἀλλά να εἴμαστε ὁλοκληρωτικά παραδομένοι στό Χριστό, ὥστε να ζοῦμε μαζί Του και στόν παρόντα αἰῶνα, ἀλλά και ὅταν ἔλθη «ἐν δόξῃ» για νά κρίνει τόν κόσμο κατά τήν φοβερή ἡμέρα «τῆς ἀνταποδόσεως Αὐτοῦ τῆς δικαίας» (βλ. Θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου). Εἴθε λοιπόν να μην μᾶς ἐνδιαφέρει ἁπλά καί μόνον ἡ ἀπρόσκοπτη συνέχεια τῆς καλῆς μας ζωῆς, ἀλλά διά τῆς φιλανθρωπίας να εὑρεθοῦμε καί ἐμεῖς εὐφραινόμενοι «ἐν κόλποις τοῦ πατρός ἡμῶν Ἀβραάμ» ὡς καί ὁ δίκαιος Λάζαρος. Ἀμήν.
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρακαλεῖ τούς Κορινθίους (βλ. β΄Κορ. στ 1-10) να μην ἀφήσουν ἀναξιοποίητη τη χάρη τοῦ Θεοῦ, την ὁποία ἔλαβαν μέ σκοπό τον ἀνακαινισμό καί τη σωτηρία τους καί κατόπιν τούς νουθετεῖ ἀπαριθμῶντας ὅλα ἐκείνα τά γνωρίσματα τά ὁποία χαρακτηρίζουν τή Χριστιανική βιοτή για νά καταλήξει λέγοντας ὅτι οἱ Χριστιανοί ἀναγνωρίζονται μέσα στόν κόσμο ὅταν ζοῦν σαν να μην ἔχουν τίποτε κι ὅμως να ὁρίζουν τά πάντα, ἐννοώντας σαφῶς τήν παράθεσή τους με ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια και το ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἴσως κάποιος ὅμως διερωτηθεῖ ἀκούγοντας τον ἀποστολικό αὐτό λόγο: τί ἔχει τελικά ἀξία στή ζωή; Πότε θεωρεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλήρης; Ὅταν τιμᾶται ἀπό ὅλους τούς ἄνθρώπους; Ὅταν συσσωρεύει ἀδιάκριτα πλοῦτο; Ὅταν ἀποκτήση φήμη για τά κατορθώματά του; Ὅλα αὐτά πράγματι ἀποτελοῦν τά κριτήρια για να θεωρηθεῖ κάποιος «μέγας» ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτά για να εἶναι κάποιος πλήρης οὐσιαστικά; Γιατί μόλις αὐτά με ὁποιοδήποτε τρόπο χαθοῦν, τότε χάνεται αὐτόματα και αὐτή ἡ ψεύτική «εὐτυχία» την ὁποία δίνουν.
Ὑπάρχει ὅμως κάτι το ὁποῖο ὄντως ὁλοκληρώνει τον ἄνθρωπο και τόν γεμίζει με οὐράνια χαρά, την ὁποία κανένας δεν μπορεῖ να τήν συλήσει. Εἶναι ἡ χαρά καί ἡ πληρότητα την ὁποία παρέχει ὁ Χριστός σέ ὅσους Τον ἐπιθυμοῦν, σέ ὅσους ἐπιδιώκουν να ἔχουν κοινωνία μαζί Του ἐντός τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν Χριστῷ πληρότητα ὅμως ἔχει μία προϋπόθεση: την ἄνευ ὅρων παράδοσή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἄν αὐτό μεταφράζεται σέ στερήσεις, κακουχίες καί θλίψεις, ὅπως ἀκούσαμε και στο Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα.
Αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἀπαθής στις ἐξωτερικές προκλήσεις ἀφού ἔχει συνοδοιπόρο Ἐκείνον πού «νενίκηκε τον κόσμον» (βλ. Ιω. ιστ΄33 ). Και ἰδίως τότε, την ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά καί σήμερα σέ κάποιες περιπτώσεις, το να εἶναι κάποιος Χριστιανός συνεπαγόταν τήν χλεύη και τήν περιφρόνηση πολλές φορές τοῦ οἰκιακοῦ του περιβάλλοντος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπί παραδείγματι βρίσκεται στην Ἔφεσο τή στιγμή ἐκείνη καί γράφει πρός τούς Κορινθίους ἐνῶ ἤδη διανύει τήν τρίτη του Ἀποστολική περιοδεία και ἔτσι μπορεῖ νά κάνει τή σύγκριση. Ἔχοντας μαθητεύσει παρά τούς πόδας τοῦ Γαμαλιήλ, θα ἀπολάμβανε λογικά μεγάλων τιμῶν και ἐκτίμησης ἀπό τούς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους. Ὡστόσο τόν κέρδισε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Γνωρίζει πώς εἶναι νά κατέχει τήν κοσμική σοφία καί τίς κοσμικές τιμές, γνωρίζει ὅμως ταυτόχρονα καί πώς εἶναι να ὑποτάσσεται ἄνευ ὅρων στο εὐαγγελικό μήνυμα και να ἐκδαπανᾶται και να ἀναλώνεται για τή διάδοσή του χωρίς να ὑπολογίζει τίποτα καί κανένα παρά μόνο Αὐτόν πού τόν κάλεσε στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσοι ἄραγε δεν θά προσπάθησαν να ἀποτρέψουν τον Ἀπόστολο Παῦλο ἀπό το να ἀφήσει τήν προηγούμενη ζωή του και να ἀκολουθήσει ἄνευ ὅρων τόν Χριστό;
Ἀλλά μήπως ὅμως καί σήμερα δέν βιώνουμε παρόμοιες καταστάσεις; Ὅταν ἕνας, νέος, ἀποφασίσει νά ζήσει χριστιανική ζωή, πόσοι ἄραγε θά πέσουν πάνω του για να τον ἀπομακρύνουν; Ἀκόμα χειρότερα εἶναι τά πράγματα ὅταν κάποιος νέος ἔχει τήν κλήση για νά σηκώσει «ὅλον τον ζυγόν τοῦ Κυρίου» (Ματθ. ια΄ 30), ποθῶντας το ὑψηλό ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης.
Αὐτήν τήν κλήση στο ὑψηλό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης προβάλλει και τό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσματῆς Θείας Λειτουργίας ὅπου ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει την κλήση τοῦ Πρωτοκορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου στο Ἀποστολικό ἀξίωμα. Ἐνῶ μέχρι τότε ἦταν ἁλιέας ἰχθύων τώρα πλέον τοῦ λέγει ὁ Χριστός «ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν», και τό ρήμα ζωγρέ-ῶ δεν ἔχει μόνο την ἔννοια τῆς ἁλιείας, ἀλλά ἀναφερόμενο σέ ἀνθρώπους σημαίνει αἰχμαλωτίζω. Καί πράγματι θα αἰχμαλωτίζει ἀνθρώπους ὄχι μέ δύναμη ἐξουσίας, ἀλλά με τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας.
Μία παρόμοια κλήση βιώνει στα ἔγκατα τῆς ψυχῆς του καί ὁ κάθε ὑποψήφιος Κληρικός. Διότι ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἔργο Ἀποστολικό πρωτίστως, καθότι ὁ Ἱερέας με τήν χάρη τῆς ἱερωσύνης την ὁποία ἔχει λάβει διά τοῦ Ἐπισκόπου του, τελεῖ τά μυστήρια και ἰδιαιτέρως αὐτά τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος και τῆς Θείας Εὐχαριστίας, με τά ὁποία «ἀνακαινίζει» τόν λαό τοῦ Θεοῦ, το «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α΄ Πετρ. β΄ 5) και με τόν τρόπο αὐτό ἐπεκτείνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐντός τῆς ἱστορίας, ὥστε νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία κυριολεκτικά ὁ «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας Χριστός» σύμφωνα και με την ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Στόν κοσμικά σκεπτόμενο ἄνθρωπο ὅμως δυστυχῶς ὁ τρόπος σκέψης καί θέασης τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικός. Πολλοί συγγενεῖς ὅταν ἕνας νέος ἐκφράσει τόν πόθο του για να ἐνδυθεῖ τό τίμιο ράσο ἐπιχειροῦν να τον ἀποτρέψουν, κάποιες φορές μάλιστα μέ βίαιο τρόπο, δείχνοντας ἀν μή τί ἄλλο, τήν πλήρη ἄγνοιά τους, καθώς ἡ κλήση προς την Ἱερωσύνη εἶναι φυτευμένη ἀπό τον Ἴδιο τόν Κύριο στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Και δυστυχῶς ἀντί νά χαίρονται και να ἀγαλλιῶνται πού τό τέκνο τους θα ἱερουργεῖ, θά τούς μνημονεύει και θα τούς ἀνακαινίζει μαζί με τον ὑπόλοιπο λαό τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τά Ἱερά Μυστήρια, ἐκεῖνοι κόπτονται και θρηνοῦν. Θρηνοῦν ὅμως γιατί οἱ ἴδιοι δεν εἶναι πλήρεις πρωτίστως κι εὐχαριστημένοι μέ τή ζωή τους. Δεν εἶναι πλήρεις γιατί ἴσως ποτέ δεν ἐνδιαφέρθηκαν να ἀνοίξουν τή θύρα τους στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Ἀποκάλυψη, κρούει μέν τή θύρα, ἀλλά ἀφήνει σέ ἐμᾶς με το θεῖο δῶρο τοῦ αὐτεξουσίου, το ἄν θα Τοῦ ἀνοίξουμε ἤ ὄχι (βλ. Ἀποκ. γ΄20).
Ὁ Ἱερεύς, ὅπως και οἱ Ἀπόστολοι, ἐκδαπανᾶται κι ἐκεῖνος για τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ χαρμοσύνου αὐτοῦ μηνύματος ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί κατήργησε τό θάνατο χαρίζοντας την αἰώνια ζωή. Καί παρόλο πού ἐξωτερικᾶ οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν «ὡς μηδέν ἔχοντες», χωρίς ἰδιαίτερη μόρφωση ἤ κοσμική ἐξουσία, οὐσιαστικά ὅμως ἦσαν «τά πάντα κατέχοντες», διότι κατεῖχαν τόν πνευματικό θησαυρό τῆς Οὐράνιας Βασιλείας, τον ὁποῖον τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός. Εἶχαν δηλαδή κοινωνία με τήν πηγή τοῦ παντός, με τόν Θεό-Δημιουργό τους, ζῶντας μέσα στο θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στο ὁποῖο ζοῦμε και ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνας Χριστιανοί, Κληρικοί και Λαϊκοί, παρά τίς ὅποιες ἴσως ἀδυναμίες μας. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωποι να ἁμαρτάνουμε, να ἀστοχοῦμε δηλαδή ἀπό τόν πραγματικό μας στόχο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ζοῦμε ὅμως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὅπου «ἀνθεῖ το Πνεῦμα το Ἅγιον» ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος Πάπας Ρώμης.
Γι’ αὐτό κι ὁ Ἱερεύς κατά την ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπευθυνόμενος μέ δέος προς τόν Θεό ὡς προεστώς τῆς Συνάξεως ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ λέγει: «σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν, και σοῖ μόνῳ λατρεύομεν». Δηλαδή μπορεῖ να εἴμαστε ἄνθρωποι με ἀτέλειες και ἀδυναμίες «σάρκα φοροῦντες καί τον κόσμον οἰκοῦντες», (Ζ΄ εὐχή Εὐχελαίου), ἀλλά ἀπονέμουμε τήν λατρευτική μας προσκύνηση στόν Δημιουργό μας και Τον παρακαλοῦμε να μᾶς συγχωρήσει και να ἀναπληρώσει τά ὅποια ὑστερήματά μας, ὥστε νά μᾶς παραλάβει «κατενώπιον αὐτοῦ ἁγίους καί ἀμώμους ἐν ἀγάπῃ» (Εφ. α΄ 4). Ἀμήν!
Τον Τίμιο Σταυρό τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ,Τον προσκυνοῦμε ὡς τρόπαιο τῆς νίκης τῆς ζωῆς κατά τοῦ Θανάτου. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἐκτός τῶν ἄλλων ἔκανε τούς «σταυρούς», τούς ὁποίους κουβαλάει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐλαφρύτερους. Ὁ Χριστός μας καλεῖ να σηκώσει ὁ καθένας τον δικό τοῦ προσωπικό Σταυρό, οὕτως ὥστε με τη λογική αὐτή τῆς ἑκούσιας θυσίας να νικήσουμε τον ἀτομισμό και την ἐγωκεντρικότητα την ὑπάρξεώς μας, τά ὁποία δυστυχῶς ὡς ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας εἶναι θάνατος (βλ. Ρωμ. στ΄ 23). Ὅμως ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ δεν εἶναι ἐπίπονη διότι ὁ καθένας ἀπό ἑμᾶς ἔχει ὡς συγκυρηναῖο τον Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστίν» (Ματθ. ια΄ 30). Ὁ Χριστός κατά την πορεία του στον Γολγοθᾶ εἶχε τον Σίμωνα τον Κυρηναῖο για να ἄρη τον Σταυρό Του.
Ὁ ἄνθρωπος σήκωσε τον Σταυρό τοῦ Θεοῦ. Τώρα στην καθημερινότητα καί στην ἐπίγειο πορεία τοῦ καθενός ἀνθρώπου ὁ Χριστός γίνεται συγκυρηναῖος, και σηκώνει μαζί με ἐμᾶς τον προσωπικό μας σταυρό. Ἀρκεῖ βέβαια να προσπαθοῦμε κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας να εἴμαστε τέκνα φωτός και ἀναστάσεως ἐκπληρώνοντας τό Θεῖο Θέλημα τοῦ Πατρός μας «τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἤ ἄλλως εἰπεῖν: «…ἑαυτούς και ἀλλήλους και πᾶσαν την ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῶ Θεῷ παραθώμεθα.» Ἀμήν.
Αν αγαπάς το τραγούδι, αν θέλεις να εκφραστείς μέσα από τη μουσική, αν νιώθεις πως η φωνή σου μπορεί να γίνει προσευχή, χαρά και προσφορά, έλα κοντά μας!
Η Παιδική & Νεανική Χορωδία «ΕυΩΔΗα» της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας σε προσκαλεί σ’ ένα ξεχωριστό μουσικό ταξίδι, με τραγούδια που αγγίζουν την ψυχή και τιμούν τον Θεό, την παράδοση, την πατρίδα και τον συνάνθρωπο.
Μέσα από τη χορωδία: • τραγουδάμε μαζί, σαν μια όμορφη παρέα • μαθαίνουμε να συνεργαζόμαστε και να δημιουργούμε • συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις που γεμίζουν τον τόπο φως και συγκίνηση • προσφέρουμε ό,τι πιο όμορφο έχουμε: τη φωνή και την καρδιά μας!
Πρόβες: Κάθε Σάββατο 12:30 – 14:00 Αίθουσα πρώην ΚΑΠΗ, Καλομοίρη Εμμ. 3, Βαθύ Σάμου
Η συμμετοχή είναι ΔΩΡΕΑΝ Δεν απαιτούνται μουσικές γνώσεις