Στον ἀπόηχο τῆς μεγάλης δεσποτικῆς ἑορτῆς, τῆς Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος Χριστοῦ, τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς δίνει την εὐκαιρία να σταθοῦμε στόν τρόπο με τον ὁποῖο ὁ Κύριος στήριζε τούς Μαθητές και ἐνίσχυε τήν πίστη τους, προστατεύοντάς τους παράλληλα ἀπό την ἐκκοσμικευμένη νοοτροπία.
Ὅπως ἀκούσαμε λοιπόν, ὁ Κύριος, μετά τόν θαυμαστό χορτασμό τῶν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, χωρίς να προσμετρῶνται οἱ γυναῖκες και τά παιδιά, ἔδωσε ἐντολή στους ἀνθρώπους να ἐπιστρέψουν στά σπίτια τους, διότι ἐκεῖνοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ Τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ (βλ.Ἰω.στ΄15). Ταυτόχρονα ἀνάγκασετοὺς μαθητές Του νὰ περάσουν μὲ πλοῖο στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀνέβηκε στο Ὄρος να προσευχηθεῖ καί μετά συνάντησε τούς Μαθητές στο πλοῖο καταπαύοντας μέ θαυμαστό τρόπο τήν τρικυμία.
Γιατί ἄραγε ὁ Κύριος δέν κράτησε τούς Μαθητές να προσευχηθοῦν κοντά Του, ἀλλά τοὺς ἀνάγκασε νά περάσουν μὲ το πλοῖο ἀπέναντι; Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν περικοπή, παραθέτουν δύο ἑρμηνεῖες. Ἀφ’ ἑνός μέν ὁ Κύριος διδάσκει την ἀξία τῆς προσωπικῆς προσευχῆς σέ ἥσυχο μέρος τίς βραδυνές ὧρες, ὅταν πιά καί ἡ κτίση ἡσυχάζει και ἀφ’ ἑτέρου προστατεύει τούς Μαθητές ἀπό τὸν μεγάλο πειρασμό τοῦ ὄχλου: να Τὸν ἀνακηρύξουν ὡς Βασιλιᾶ τους, καθώς χόρτασε τήν πείνα τους μέ τρόπο θαυμαστό και ἆρα θα εἶναι εὔκολο να ἐπιλύει και τά προβλήματα τῆς βιοτικῆς μέριμνας!
Ἀπό την ἱστορία γνωρίζουμε, ὅτι ὁ ἰσραηλιτικός Λαός ἐκεῖνο τόν καιρό, ἀναζητοῦσε κάποιον ἐπικεφαλῆς καὶ μία ἀφορμή για να ἐξεγερθεῖ ἐναντίον τοῦ Ῥωμαίου δυνάστη. Οἱ Μαθητές, μέρος αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, με τά ἴδια ὄνειρα για την ἀπελευθέρωση, εὔκολα θα μποροῦσαν να παρασυρθοῦν ἀπό ἕνα τέτοιο ἄκριτο ἐνθουσιασμό, ὅπως πολλές φορές συμβαίνει στις μέρες μας, ἀφοῦ πολλοί εὐσεβεῖς Χριστιανοί συγχέουν τό σωτήριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, με εὐγενεῖς, κατά τά ἄλλα, ἀπελευθερωτικούς πόθους για ἀλύτρωτες κι ἀλησμόνητες πατρίδες.
Οἱ Μαθητές εὐεργετήθηκαν πολλαπλῶς ἐκείνη τήν νύχτα, διότι στήριξαν ἔτι περισσότερο τήν πίστη τους στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Για τόν λόγο αὐτό ἔγινε καί ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, 40 ἡμέρες πρό τοῦ ἑκουσίου πάθους Του, ἐνώπιον τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰακώβου και τοῦ Ἰωάννου, ὥστε νὰ στηριχθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἡ πίστη τῶν Μαθητῶν ἔχοντας την μοναδική ἐκείνη θεοειδῆ ἐμπειρία, ὡς χειροπιαστή ἀπόδειξη τῆς Θεότητός Του, μέσα ἀπό τήν θεία Του Μεταμόρφωση. Και τοῦτο διότι ἔμελλε νά βιώσουν την ἄκρα ταπείνωσή Του πάνω στόν Σταυρό καὶ τὸν εὐτελισμό Του ἀπὸ τούς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, το ὁποῖο σύμφωνα και μέ τίς εὐαγγελικές διηγήσεις τούς κλόνισε ἀρκετά.
Ὁ στηριγμός τῶν Μαθητῶν πηγάζει ἀπό την ἐμπειρία τῆς θείας Μεταμορφώσεως, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, δέν μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός, ἀλλά τά μάτια τῶν Μαθητῶν μεταμορφώθηκαν, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἀντικρύσουν τή θεϊκή Του δόξα. Αὐτό ἦταν ἕνα γεγονός μοναδικό, ἀφοῦ κανείς, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Θεός τον Μωϋσῆ, δεν μποροῦσε να δεῖ τό πρόσωπό Του και νά ζήσει (βλ. Ἔξ. ΛΓ΄20). Ἐπέτρεψε στούς Μαθητές να ἀποκτήσουν την θεοειδῆ ἐμπειρία τῆς Θεότητός Του, ὥστε ὅταν θα ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ Πάθους κατά την ἀνθρώπινη φύση Του, να ἔχουν ἐν ταὐτῷ τήν βεβαιότητα, ὅτι ὡς Θεός παντοδύναμος, οὔτε πάσχει, οὔτε πεθαίνει, ἀλλάζεῖ, γι’ αὐτό καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν!
Στήν Μεταμόρφωση, πέρα ἀπό την ἐμφανῆ ἀνθρώπινη φύση, φανερώνεται ἡ ἄκτιστη θεία λαμπρότητα καί δόξα Του. Ὁ Ἄκτιστος Θεός συναντᾶ καί προσλαμβάνει τον κτιστό ἄνθρωπο και τον θεώνει, ἤδη ἀπό την ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψή Του στην παρθενική μήτρα τῆς Παναγίας, λόγος για τον ὁποῖον ἡ Παναγία μας ὀνομάζεται Ἀειπάρθενος και Θεοτόκος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μάλιστα ἐπισημαίνει πώς ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, τότε ἀρνεῖται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Γιά πολλούς αἰῶνες ἡ πίστη στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸν μεγάλο πειρασμό στο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ἱστορία. Ἀκόμη μέχρι σήμερα οἱ αἱρετικοί, ὅπως οἱ Χιλιαστές Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά και οἱ Προτεσταντικές Ὁμολογίες ἐν μέρει ἐπίσης, ἀφοῦ ἀρνοῦνται να ἀποδεχθοῦν τήν Παναγία και να την ὀνομάσουν Θεοτόκο. Δυστυχῶς ὅμως καί πολλοί Ὀρθόδοξοι βαπτισμένοι Χριστιανοί, δεν ἔχουν σαφῆ πίστη στή θεότητα του Χριστοῦ, ἐμπίπτοντας σ΄αὐτόν τον πειρασμό τοῦ κόσμου.
Διανύοντας τίς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ Ἐκκλησία μας τόσο μέσα ἀπό την ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅσο και μέσα ἀπό τίς καθημερινές Παρακλήσεις προς τήν Παναγία μας θέλει νά τονίσει, ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση για νά λαμβάνουμε τον ἀπαραίτητο στηριγμό στή ζωή μας και για τη νἐπίτευξη τῆς σωτηρίας μας. Ἡ πίστη μας εἶναι ἐνυπόστατη ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, βιώνεται δηλαδή ὡς ἡ οὐσιαστική σχέση μὲ τόν Χριστό καὶ ὄχι ὡς ἐθιμοτυπική συμμετοχή στην ἐκκλησιαστική ζωή. Μία σχέση ποὺ ἐπαληθεύεται μεταξύ τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης και τῆς καθαρῆς καρδιᾶς και ὁδηγεῖ ἀνυπερθέτως στήν θεία Μετάληψη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, στή Ζωή μὲ τὸν Κύριο.
Κεντρικό καί σημαίνοντα ρόλο σέ αὐτή τήν πνευματική διαδρομή ἔχει το Ὑπερευλογημένο Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, Ἡ Ὁποία μέ τη μεσιτεία Της συμβάλλει καταλυτικά στον Ἁγιασμό καί τη σωτηρία μας. Και τοῦτο διότι τρεῖς ἡμέρες μετά τήν κοίμησή Της, ὁ Κύριος Την ἀνέστησε και ἔκτοτε βρίσκεται στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, με τήν ψυχή και το σῶμα Της καί πρεσβεύει χωρίς σταματημό για ὅσους την ἐπικαλοῦνται λέγοντας: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Ἡ Θεοτόκος μᾶς σώζει μέ τίς προσευχές Της καί τίς παρακλήσεις Της στόν Χριστό και ἄν ὅπως ἐπισημαίνεται στήν Καινή Διαθήκη εἶναι πολύ ἰσχυρή ἡ δέηση ἑνός δικαίου πρόςτόν Κύριο (βλ. Καθ. Ἰακ. ε΄16), πόσο περισσότερο ἰσχυρήκαίἀποτελεσματικήεἶναι ἡ δέηση τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μαςπρόςΑὐτόν;
Ἀπό την ἄλλη μεριά οἱ αἱρετικοί και ὅλοι ὅσοι δεν ἀναγνωρίζουν τήν Παναγία και δεν ζητοῦν τίς πρεσβεῖες Της προς τόν Κύριο, ἀδικοῦν κατάφωρα τούς ἑαυτούς τους καί χάνουν τήν πολύτιμή Της ἀρωγή.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Μέσα στην Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, ὅσες φορές ἀκούγεται το ὄνομα τῆς Παναγίας, ὁ κοινός νοῦς τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς παραδόσεως θέσπισε να Την ἱκετεύουμε ἐκφώνως, λέγοντας: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ὁμολογώντας «την Ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον», ὅπως ἐπιτάσσει ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος καί λαμβάνοντας χάρη γιά τη ζωή καί τη σωτηρία μας.
Ἀρκεῖ βέβαια να ἀξιοποιοῦμε τίς εὐκαιρίες πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία, ἰδίως αὐτές τίς ἡμέρες. Να μην ἀδιαφοροῦμε για τήν νηστεία, ἡ ὁποία κακῶς περιθωριοποιεῖται καί καταλύεται με τό πρόσχημα τῶν θερινῶν διακοπῶν. Να μήν παραλείψουμε να ἐξομολογηθοῦμε, ὥστε να τηροῦμε τήν βασική προϋπόθεση τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, για να κοινωνοῦμε τακτικά τοῦ σώματος και τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Να μήν ξεχάσουμε τη φιλανθρωπία μας. Να μήν λείπουμε ἀπό τίς καθημερινῶς τελούμενες Παρακλήσεις πρός τήν Παναγία μας. Καί κυρίως να μην ἀφήνουμε τούς ἑαυτούς μας ἀλειτούργητους και ἀκοινώνητους. Ἄς μην ἀκολουθήσουμε τίς συνήθειες τοῦ κόσμου, ποῦ μᾶς ὠθοῦν σέ ζωή χωρίς πνευματικό ἄρωμα, μακρυά ἀπό την Ἐκκλησία και τον ἁγιασμό μας. Ἄς ἐμπιστευθοῦμε την ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς τήν κληροδότησαν οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Ἁγίων και τῶν Ὀρθοδόξων προγόνων μας. Ἀμήν!
Ἀκούσαμε στό σημερινό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἐξαίρει την ἀξία τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, μέ μοναδικό σημεῖο ἀναφορᾶς τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς βρίσκονταν ἀκόμη σέ νηπιακή πνευματική κατάσταση εἶχαν ἀποπροσανατολιστεῖ και ἀντί νά ἐπικεντρωθοῦν στή σχέση τους με τόν Χριστό, τήν κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, φιλονικοῦσαν μεταξύ τους ἔχοντας διαιρεθεῖ σέ διάφορες παρατάξεις και ἔτσι ὁ καθένας ἔλεγε «ἐγώ μέν εἰμί Παύλου, ἐγώ δε Ἀπολλώ, ἐγώ δε Κηφᾶ, ἐγώ δε Χριστοῦ» (Κορ. Α΄, α΄ 12). Καί ἔτσι με τόν τρόπο αὐτό εἶχαν δημιουργηθεῖ σχίσματα καί διχόνοιες στην τοπική Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου.
Μπροστά στόν παραλογισμό αὐτό ἐρωτᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος με ἀγωνία: «μεμέρισται ὁ Χριστός;» δηλαδή διαιρεῖται ὁ Χριστός; Και εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὄχι μόνο τότε, ἀλλά καί σήμερα πολλές φορές πέφτουμε στήν ἴδια παγίδα και ἀντί να προσκολληθοῦμε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προτιμᾶμε νά προσκολλόμαστε σέ ἀνθρώπους. Εὐτυχῶς ὁ Ἀπόστολος Παύλος εἶχε τον θεῖο φωτισμό και ἐξ αὐτοῦ τήν πνευματική ὡριμότητα να ἀναγνωρίσει, ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή εἶναι νοσηρή, ὥστε νά νουθετήσει τούς Κορινθίους να προσκολλῶνται μόνο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Δυστυχῶς ὅμως πολλοί ἄνθρωποι ὄχι μόνο δεν ἀποτρέπουν τούς ἀδελφούς τους ἀπό φαινόμενα προσωπολατρίας, ἀλλά μᾶλλον «τρέφονται» ἀπό τέτοιες καταστάσεις σχηματίζοντας μάλιστα γύρω τους καί «κύκλο» ὀπαδῶν χωρίς ὅμως να ἀφήνουν να φανεῖ στή σχέση αὐτή ὁ Χριστός, παρά μόνο ὁ ἑαυτός τους. Ἐκμεταλλευόμενοι τη διάθεση πολλῶν ἀνθρώπων να ἀναθέσουν σέ κάποιων ἄλλον την εὐθύνη τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς, χάνουν τήν πολύτιμη ἐμπειρία τῆς σχέσης τους με τόν Χριστό. Ἔτσι ξεκίνησαν ἄλλωστε οἱ αἱρέσεις και τά σχίσματα στο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἕνα πρόσωπο πιστεύει ὅτι ἡ δική του ἄποψη μετράει περισσότερο ἀπό αὐτό πού βιώνει ἡ Ἐκκλησία και προσπαθεῖ νά συμπαρασύρει και ἄλλους ἀνθρώπους στην ἀπώλεια μέ τίς «ἑτεροδιδασκαλίες» του, αὐτός εἶναι αἱρετικός. Εἶναι τόσο σκοτισμένη ἡ συνείδησή τους, ὥστε πολλές φορές εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά μετανοήσουν, καθώς στήν περίπτωση αὐτή θά καταρρεύσει ὅλος αὐτός ὁ ψεύτικος κόσμος πού δημιούργησαν βασισμένοι στήν πλάνη και τή διαίρεση.
Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός εἰς τούς αἰῶνας»(βλ. Ἑβρ. ιγ΄8). Ὅσα σχίσματα και ὅσες αἱρέσεις και ἄν προκύψουν, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σώμα Χριστοῦ μένει «Ἁγία και ἄμωμος»(Ἐφ. ε΄27). Κάθε «μερισμός» τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀπό ἀνθρώπους πού δεν ἔχουν ζήσει τήν μεταμορφωτική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἐμπειρία ἡ ὁποία καταφάσκει στην ἑνότητα καί διώχνει κάθε διαίρεση. Ἡ διαίρεση εἶναι ἁμαρτία καί χαρακτηριστικό τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα καί κατά τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, κατά τή διάρκεια τοῦ μελισμοῦ ὁ Ἱερουργός μελίζει, τεμαχίζει δηλαδή, τον Ἅγιο Ἄρτο λέγοντας «μελίζεται και διαμερίζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ μελιζόμενος και μή διαιρούμενος...». Ὁ Χριστός καταναλώνεται ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά ποτέ δεν διαμερίζεται, οὔτε τελειώνει. Ἀκόμη και στή μικρότερη μερίδα θείας Κοινωνίας, ὑπάρχει ὅλος ὁ Χριστός, ὥστε ἡ ἀληθινή ἑνότητα παρέχεται μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὅπου ὅλοι, Κλῆρος καί Λαός γινόμαστε «ἕνα» μετέχοντας στο Σῶμα και το Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό ζητούμενο παρά τίς ὅποιες διαιρέσεις καί διαφωνίες πού ἀνθρωπίνως ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν και θα ὑπάρχουν στην ἱστορική πορεία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κανένας φυσικά δεν εἶναι ἴδιος μέ κανένα. Ἡ ἑνότητα ἄλλωστε δεν κατανοεῖται ὡς μία ἀπρόσωπη μαζοποίηση χωρίς την ἀναγνώριση τῆς μοναδικής ἀξίας τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου. Ὅπως μᾶς λέει καί ὁ σοφός Σολομών στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν: «ὅπως ἀκριβῶς δεν ὑπάρχουν πρόσωπα ὅμοια μέ πρόσωπα, ἔτσι ἀκριβῶς δέν μοιάζουν και οἱ διάνοιες τῶν ἀνθρώπων» (βλ. Παρ. ΚΖ΄, 19). Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδική και ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα ἡ ὁποία οὐδέποτε καταργεῖται. Ὁ καθένας ἔχει τή θέση του και το ἰδιαίτερο χάρισμά του μέσα στο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Και ὅπως στο ἀνθρώπινο σῶμα κάθε μέλος ἔχει τον ἰδιαίτερο καί συνάμα ἀπαραίτητο καί μοναδικό ρόλο του, ἔτσι και στην Ἐκκλησία κανένας δέν περισσεύει ὅλοι εἴμαστε ἴσοι καί πολύτιμοι, «σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Κορ. Α΄ ΙΒ΄, 27).
Ἔτσι και οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι Σάμιοι Ἅγιοι, τῶν ὁποίων τή Σύναξη τιμᾶ ἡ τοπική μας Ἐκκλησία πανηγυρικῶς, ἦταν διαφορετικοί μεταξύ τους, ἐφόσον ὄχι μόνο ἔζησαν σέ διαφορετικές ἐποχές ὁ καθένας, ἀλλά καί ἡ ζωή τοῦ καθενός ἦταν διαφορετική. Εἶχαν ὅμως τήν «ἐν Χριστῷ» ἑνότητα, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τό κάθε τι. Ἔχουμε τούς ἁγίους Ἑρμογένη, Λέοντα και Ἡράκλειον τούς Ἐπισκόπους Σάμου. Ἔχουμε τον ἅγιο Νεομάρτυρα Γεώργιο, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στην Ἔφεσο το 1801, ὁμολογώντας τήν πίστη του στόν Χριστό ἐπισφραγίζοντας με τόν τρόπο αὐτό τή μετάνοιά του για την ἐπιπόλαια προηγούμενη μεταστροφή του στο Ἰσλάμ. Ἔχουμε τόν ὅσιο Παῦλο τον Λατρινό, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 9ο αἰῶνα και ἀσκήτευε στο Ὄρος Λάτρος και ἐρχόμεος κατόπιν στή Σάμο ἀνακάλυψε πληθώρα ἁγίων Ἀσκητῶν, τούς ὁποίους ὀργάνωσε μοναχικά καί τέλος τούς Ἁγίους στρατιωτικούς μάρτυρες Γρηγόριον, Θεόδωρον καί Λέοντα, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνῶ ὡς γνήσιοι στρατιῶτες τῆς εἰρηνικῆς στρατιᾶς τοῦ Χριστοῦ, ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἡ ἑνότητα ἐντός τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας προεικονίζει τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου με ἕνα στόμα καί «ὁμοψύχως» θα ὑμνοῦμε ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό Θεό, ὅπως καλούμαστε να τό πράττουμε στή Θεία Λειτουργία. Ἡ ἑνότητα αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ να ἀποτελέσει μαρτυρία Χριστοῦ μέσα στον διαρκῶς μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο μας, ὅπου ἡ ἑνότητα κατανοεῖται δυστυχῶς πολλές φορές μᾶλλον ὡς μαζοποίηση, ἰσοπέδωση και ἀφανισμός τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μέσα στή συγκυρία αὐτή ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία στέκει ὅπως πάντα, ὡς τό λιμάνι για νά δώσει στόν σύγχρονο ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο την ἀξία, πού τοῦ ἁρμόζει. Να τοῦ δείξει ὅτι ἐντός τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καταξιώνεται πραγματικά ὡς πρόσωπο, πορευόμενο στη θέωση, ἀφοῦ σχετίζεται με τήν κεφαλή τοῦ Σώματος αὐτοῦ, δηλαδή τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Και δέν σχετίζεται θεωρητικά καί συμβολικά, ἀλλά ἑνώνεται κυριολεκτικά μέσω τῆς μετοχῆς στή Θεία Εὐχαριστία. Γιατί ὅταν κοινωνοῦμε μεταλαμβάνουμε ἀληθινά τοῦ Σώματος και τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔρχεται ὁ Χριστός και κατοικεῖ μέσα μας! Δεν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμή ἀπό αὐτή!
Αὐτή εἶναι καί ἡ μεγάλη και εἰδοποιός διαφορά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, καθώς μόνο στην Ἐκκλησία συντελεῖται ἡ πραγματική ἕνωση με τόν Θεό, ἐνῶ στις διάφορες θρησκεῖες ὁ θεός τους ἀποτελεῖ μία ἰδέα, σκέψη ἤ φαντασία.
Ὁ Χριστός μᾶς προσφέρει τον ἑαυτό Του για να μᾶς ἁγιάσει και να μᾶς τηρήσει σέ αἰώνια ἑνότητα. Ἄς φροντίσουμε να ἀξιοποιήσουμε τήν θεία Του δωρεά, τιμώντας την ἱερότητα τοῦ κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργηθέντος προσώπου, ἀποφεύγοντας τίς ὅποιες διχόνοιες καί τηρώντας πᾶσῃ θυσίᾳ την ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέ σκοπό τη σωτηρία μας. Ἀμήν.