
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀρχῆς τοῦ Νέου Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τῆς συμπληρώσεως 30 ἐτῶν Ποιμαντορίας τοῦ σεπτοῦ μας Ποιμενάρχου κ.κ. Ευσεβίου καί τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου στήν Ἱερά Μονή Ὁσίας Θεοκτίστης, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας ἐπισκέφθηκε ἐκ νέου το νησί τῆς Ἰκαρίας και πραγματοποιήσε διήμερη Ποιμαντική ἐπίσκεψη.
Την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου χοροστάτησε στόν Ὄρθρο και στήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Παναγίας Ἁγ. Κηρύκου καί κήρυξε τον θείο λόγο.
Ἀκολούθως συναντήθηκε με ἱερείς τῆς περιοχῆς Νοτίου Ἰκαρίας, ἐνημερώθηκε γιά τρέχοντα θέματα καί συνεζήτησε μαζί τους.
Την Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου τελέσθηκε ὁ Ὄρθρος και ἡ Θεία Λειτουργία στον Ἱερό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους Εὐδήλου με τη συμμετοχή ὅλων τῶν Ἱερέων τῆς Ἰκαρίας, μέ τήν εὐκαιρία συμπληρώσεως 30 ἐτῶν Ποιμαντορίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας και ἐνθυμούμενοι την πρώτη Ποιμαντική ἐπίσκεψη ὡς Μητροπολίτου τήν 1η Ὀκτωβρίου 1995.
Τον Σεβασμιώτατο προσεφώνησε με λόγια συγκινητικά και ἀληθινά ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἁγίου Κηρύκου, Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτ. π. Φίλιππος Ποῦλος.
Ἀκολούθως ἄπαντες μετέβησαν στην Ἱερά Μονή Ὁσίας Θεοκτίστης – Θεοσκέπαστης Πηγῆς, ὅπου παρουσία τῆς Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ κ. Λίνας Μενδώνη, τελέσθηκε Ἁγιασμός ἀπό τον Σεβαμιώτατο Μητροπολίτη μας γιά τά ἐγκαίνια τοῦ ἔργου: «Μέτρα Σταθεροποίησης τῶν βραχωδῶν σχηματισμῶν και προστασίας τῆς ὑποδομῆς θεμελίωσης τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Θεοκτίστης Ἰκαρίας».
Ὁ Μητροπολίτης μας καλωσόρισε μέ θερμούς λόγους καί πολλές εὐχαριστίες τήν ἐρίτιμο κ. Ὑπουργό καί τούς συνεργάτες της για ἀκόμη μία φορά στα Νησιά μας καί σε ἀγαθή ἀνάμνηση τῆς ἐπισκέψεώς της, τῆς προσέφερε ζωγραφικό πίνακα, Ἰκάριας καλλιτέχνιδος, μέ τήν Ἱερά Μονή Ὁσίας Θεοκτίστης.
Ἐρωτηθείς ὁ Σεβασμιώτατος σχετικῶς μέ τό ὀξυμένο πρόβλημα τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ ἀγριόχοιρων στή Σάμο καί τίς ζημιές που προκαλοῦνται στίς ἀγροτικές καλλιέργειες, ἐδήλωσε τά ἐξῆς:
«Ἡ Ἱερά Μητρόπολις μας, συντάσσεται μέ τά ψηφίσματα καί τίς διαμαρτυρίες τῶν τοπικῶν φορέων κίι ὀργανώσεων, σχετικῶς μέ τό περιβαντολογικό καί κοινωνικό πρόβλημα πού προκαλεῖ ὁ ἀνεξέλεγκτος ὑπερπληθυσμός τῶν ἀγριόχοιρων. Πρός τοῦτο καί ἀπεστείλαμεν ἐπιστολή στόν Ὑπουργόν Ἀγροτικῆς Ἀνάπτυξης καί Τροφίμων, κ. Κωνσταντῖνο Τσιάρα, στήν ὁποία ζητοῦμε τήν ἄμεση λήψη μέτρων γιά τόν ἔλεγχο τοῦ πληθυσμοῦ καί τήν ἐξάλειψη τῶν ἀγριόχοιρων καί τήν προστασία τῶν καλλιεργειῶν και τῶν ἀγροτικῶν ὑποδομῶν.
Εὐελπιστοῦμε, ὅτι ἡ Πολιτεία θά σταθεῖ ἀρωγός στήν ἀντιμετώπιση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος».
«Τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης ὡς κλήση»
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρακαλεῖ τούς Κορινθίους (βλ. β΄Κορ. στ 1-10) να μην ἀφήσουν ἀναξιοποίητη τη χάρη τοῦ Θεοῦ, την ὁποία ἔλαβαν μέ σκοπό τον ἀνακαινισμό καί τη σωτηρία τους καί κατόπιν τούς νουθετεῖ ἀπαριθμῶντας ὅλα ἐκείνα τά γνωρίσματα τά ὁποία χαρακτηρίζουν τή Χριστιανική βιοτή για νά καταλήξει λέγοντας ὅτι οἱ Χριστιανοί ἀναγνωρίζονται μέσα στόν κόσμο ὅταν ζοῦν σαν να μην ἔχουν τίποτε κι ὅμως να ὁρίζουν τά πάντα, ἐννοώντας σαφῶς τήν παράθεσή τους με ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια και το ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἴσως κάποιος ὅμως διερωτηθεῖ ἀκούγοντας τον ἀποστολικό αὐτό λόγο: τί ἔχει τελικά ἀξία στή ζωή; Πότε θεωρεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλήρης; Ὅταν τιμᾶται ἀπό ὅλους τούς ἄνθρώπους; Ὅταν συσσωρεύει ἀδιάκριτα πλοῦτο; Ὅταν ἀποκτήση φήμη για τά κατορθώματά του; Ὅλα αὐτά πράγματι ἀποτελοῦν τά κριτήρια για να θεωρηθεῖ κάποιος «μέγας» ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτά για να εἶναι κάποιος πλήρης οὐσιαστικά; Γιατί μόλις αὐτά με ὁποιοδήποτε τρόπο χαθοῦν, τότε χάνεται αὐτόματα και αὐτή ἡ ψεύτική «εὐτυχία» την ὁποία δίνουν.
Ὑπάρχει ὅμως κάτι το ὁποῖο ὄντως ὁλοκληρώνει τον ἄνθρωπο και τόν γεμίζει με οὐράνια χαρά, την ὁποία κανένας δεν μπορεῖ να τήν συλήσει. Εἶναι ἡ χαρά καί ἡ πληρότητα την ὁποία παρέχει ὁ Χριστός σέ ὅσους Τον ἐπιθυμοῦν, σέ ὅσους ἐπιδιώκουν να ἔχουν κοινωνία μαζί Του ἐντός τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν Χριστῷ πληρότητα ὅμως ἔχει μία προϋπόθεση: την ἄνευ ὅρων παράδοσή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἄν αὐτό μεταφράζεται σέ στερήσεις, κακουχίες καί θλίψεις, ὅπως ἀκούσαμε και στο Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα.
Αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἀπαθής στις ἐξωτερικές προκλήσεις ἀφού ἔχει συνοδοιπόρο Ἐκείνον πού «νενίκηκε τον κόσμον» (βλ. Ιω. ιστ΄33 ). Και ἰδίως τότε, την ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά καί σήμερα σέ κάποιες περιπτώσεις, το να εἶναι κάποιος Χριστιανός συνεπαγόταν τήν χλεύη και τήν περιφρόνηση πολλές φορές τοῦ οἰκιακοῦ του περιβάλλοντος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπί παραδείγματι βρίσκεται στην Ἔφεσο τή στιγμή ἐκείνη καί γράφει πρός τούς Κορινθίους ἐνῶ ἤδη διανύει τήν τρίτη του Ἀποστολική περιοδεία και ἔτσι μπορεῖ νά κάνει τή σύγκριση. Ἔχοντας μαθητεύσει παρά τούς πόδας τοῦ Γαμαλιήλ, θα ἀπολάμβανε λογικά μεγάλων τιμῶν και ἐκτίμησης ἀπό τούς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους. Ὡστόσο τόν κέρδισε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Γνωρίζει πώς εἶναι νά κατέχει τήν κοσμική σοφία καί τίς κοσμικές τιμές, γνωρίζει ὅμως ταυτόχρονα καί πώς εἶναι να ὑποτάσσεται ἄνευ ὅρων στο εὐαγγελικό μήνυμα και να ἐκδαπανᾶται και να ἀναλώνεται για τή διάδοσή του χωρίς να ὑπολογίζει τίποτα καί κανένα παρά μόνο Αὐτόν πού τόν κάλεσε στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Πόσοι ἄραγε δεν θά προσπάθησαν να ἀποτρέψουν τον Ἀπόστολο Παῦλο ἀπό το να ἀφήσει τήν προηγούμενη ζωή του και να ἀκολουθήσει ἄνευ ὅρων τόν Χριστό;
Ἀλλά μήπως ὅμως καί σήμερα δέν βιώνουμε παρόμοιες καταστάσεις; Ὅταν ἕνας, νέος, ἀποφασίσει νά ζήσει χριστιανική ζωή, πόσοι ἄραγε θά πέσουν πάνω του για να τον ἀπομακρύνουν; Ἀκόμα χειρότερα εἶναι τά πράγματα ὅταν κάποιος νέος ἔχει τήν κλήση για νά σηκώσει «ὅλον τον ζυγόν τοῦ Κυρίου» (Ματθ. ια΄ 30), ποθῶντας το ὑψηλό ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης.
Αὐτήν τήν κλήση στο ὑψηλό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης προβάλλει και τό σημερινό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσματῆς Θείας Λειτουργίας ὅπου ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει την κλήση τοῦ Πρωτοκορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου στο Ἀποστολικό ἀξίωμα. Ἐνῶ μέχρι τότε ἦταν ἁλιέας ἰχθύων τώρα πλέον τοῦ λέγει ὁ Χριστός «ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν», και τό ρήμα ζωγρέ-ῶ δεν ἔχει μόνο την ἔννοια τῆς ἁλιείας, ἀλλά ἀναφερόμενο σέ ἀνθρώπους σημαίνει αἰχμαλωτίζω. Καί πράγματι θα αἰχμαλωτίζει ἀνθρώπους ὄχι μέ δύναμη ἐξουσίας, ἀλλά με τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας.
Μία παρόμοια κλήση βιώνει στα ἔγκατα τῆς ψυχῆς του καί ὁ κάθε ὑποψήφιος Κληρικός. Διότι ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἔργο Ἀποστολικό πρωτίστως, καθότι ὁ Ἱερέας με τήν χάρη τῆς ἱερωσύνης την ὁποία ἔχει λάβει διά τοῦ Ἐπισκόπου του, τελεῖ τά μυστήρια και ἰδιαιτέρως αὐτά τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος και τῆς Θείας Εὐχαριστίας, με τά ὁποία «ἀνακαινίζει» τόν λαό τοῦ Θεοῦ, το «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α΄ Πετρ. β΄ 5) και με τόν τρόπο αὐτό ἐπεκτείνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐντός τῆς ἱστορίας, ὥστε νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία κυριολεκτικά ὁ «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας Χριστός» σύμφωνα και με την ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου.
Στόν κοσμικά σκεπτόμενο ἄνθρωπο ὅμως δυστυχῶς ὁ τρόπος σκέψης καί θέασης τῶν πραγμάτων εἶναι ἐντελῶς διαφορετικός. Πολλοί συγγενεῖς ὅταν ἕνας νέος ἐκφράσει τόν πόθο του για να ἐνδυθεῖ τό τίμιο ράσο ἐπιχειροῦν να τον ἀποτρέψουν, κάποιες φορές μάλιστα μέ βίαιο τρόπο, δείχνοντας ἀν μή τί ἄλλο, τήν πλήρη ἄγνοιά τους, καθώς ἡ κλήση προς την Ἱερωσύνη εἶναι φυτευμένη ἀπό τον Ἴδιο τόν Κύριο στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Και δυστυχῶς ἀντί νά χαίρονται και να ἀγαλλιῶνται πού τό τέκνο τους θα ἱερουργεῖ, θά τούς μνημονεύει και θα τούς ἀνακαινίζει μαζί με τον ὑπόλοιπο λαό τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τά Ἱερά Μυστήρια, ἐκεῖνοι κόπτονται και θρηνοῦν. Θρηνοῦν ὅμως γιατί οἱ ἴδιοι δεν εἶναι πλήρεις πρωτίστως κι εὐχαριστημένοι μέ τή ζωή τους. Δεν εἶναι πλήρεις γιατί ἴσως ποτέ δεν ἐνδιαφέρθηκαν να ἀνοίξουν τή θύρα τους στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Ἀποκάλυψη, κρούει μέν τή θύρα, ἀλλά ἀφήνει σέ ἐμᾶς με το θεῖο δῶρο τοῦ αὐτεξουσίου, το ἄν θα Τοῦ ἀνοίξουμε ἤ ὄχι (βλ. Ἀποκ. γ΄20).
Ὁ Ἱερεύς, ὅπως και οἱ Ἀπόστολοι, ἐκδαπανᾶται κι ἐκεῖνος για τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ χαρμοσύνου αὐτοῦ μηνύματος ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί κατήργησε τό θάνατο χαρίζοντας την αἰώνια ζωή. Καί παρόλο πού ἐξωτερικᾶ οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν «ὡς μηδέν ἔχοντες», χωρίς ἰδιαίτερη μόρφωση ἤ κοσμική ἐξουσία, οὐσιαστικά ὅμως ἦσαν «τά πάντα κατέχοντες», διότι κατεῖχαν τόν πνευματικό θησαυρό τῆς Οὐράνιας Βασιλείας, τον ὁποῖον τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός. Εἶχαν δηλαδή κοινωνία με τήν πηγή τοῦ παντός, με τόν Θεό-Δημιουργό τους, ζῶντας μέσα στο θεανθρώπινο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στο ὁποῖο ζοῦμε και ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνας Χριστιανοί, Κληρικοί και Λαϊκοί, παρά τίς ὅποιες ἴσως ἀδυναμίες μας. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωποι να ἁμαρτάνουμε, να ἀστοχοῦμε δηλαδή ἀπό τόν πραγματικό μας στόχο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ζοῦμε ὅμως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὅπου «ἀνθεῖ το Πνεῦμα το Ἅγιον» ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος Πάπας Ρώμης.
Γι’ αὐτό κι ὁ Ἱερεύς κατά την ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπευθυνόμενος μέ δέος προς τόν Θεό ὡς προεστώς τῆς Συνάξεως ἐξ ὀνόματος τοῦ λαοῦ λέγει: «σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν, και σοῖ μόνῳ λατρεύομεν». Δηλαδή μπορεῖ να εἴμαστε ἄνθρωποι με ἀτέλειες και ἀδυναμίες «σάρκα φοροῦντες καί τον κόσμον οἰκοῦντες», (Ζ΄ εὐχή Εὐχελαίου), ἀλλά ἀπονέμουμε τήν λατρευτική μας προσκύνηση στόν Δημιουργό μας και Τον παρακαλοῦμε να μᾶς συγχωρήσει και να ἀναπληρώσει τά ὅποια ὑστερήματά μας, ὥστε νά μᾶς παραλάβει «κατενώπιον αὐτοῦ ἁγίους καί ἀμώμους ἐν ἀγάπῃ» (Εφ. α΄ 4). Ἀμήν!
Σήμερα: