Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, 27 Ἀπριλίου 2025
«Ὁ Χριστός ἀληθῶς Ἀνέστη, ὡς Κύριος καί Θεός μας»
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός Ἀνέστη!
Ὁ Χριστὸς σὲ συνέχεια τῶν πολλῶν θαυμαστῶν γεγονότων τῆς ἐπίγειας δραστηριότητός Του (ὅπως π.χ. ὅταν ὑπερβαίνοντας τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς περπάτησε πάνω στὰ κύματα) ἐμφανίστηκε στοὺς φοβισμένους Μαθητές, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές. Πέρα ἀπὸ τὸ θαῦμα βέβαια, φανέρωσε καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ σώματος Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση, νὰ μὴν ἐμποδίζεται ἀπο τοίχους καὶ πόρτες, σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ ἑρμηνεία.
Καὶ στὴν πρώτη συνάντηση τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, μᾶς ἐντυπωσιάζει, ὅτι ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του στοὺς Μαθητὲς λέγοντας «εἰρήνη ὑμῖν».
Αὐτὸς ὁ χαιρετισμός: «εἰρήνη σὲ ἐσᾶς» εἶναι μιὰ παραδοσιακὴ ἑβραϊκὴ ἔκφραση ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερα «Σαλὼμ ἀλαϊχὲμ» στὰ ἑβραϊκά (שָׁלוֹם עֲלֵיכֶם).
Ὅμως ὁ Χριστὸς ἤθελε ἀφ'ενός μὲν νὰ εἰρηνεύσει τοὺς Μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἀγωνιοῦσαν, ὄντες ἀναστατωμένοι καὶ φοβισμένοι ἀπο τὰ πρόσφατα γεγονότα τῶν ἀχράντων Παθῶν, ἀφ'ετέρου δὲ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς χαριτώσει, καθὼς ἡ λέξη «εἰρήνη» μεσα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς δύναμης καὶ τῆς χάρης. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ παράδειγμα μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη εἰρήνη στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή, λέγοντας: «Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπερέχει κάθε νοῦ θὰ φρουρήσει τὶς καρδιές σας...» (βλ. δ' 7)
Ὅπως σήμερα λοιπόν μᾶς ἀφηγήθηκε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στὸ 20ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς Μαθητές, πού ἦταν κλειδαμπαρωμένοι, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ὁ Ἀναστὰς Κύριος τοὺς ἐπισκέφθηκε ἐκ νέου.
Κατὰ τὴν πρώτη συνάντηση μαζί τους ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε κι ὅταν οἱ ἄλλοι Μαθητὲς τοῦ εἶπαν πῶς εἶδαν τὸν Κύριο, Ἀναστημένο, ἐκεῖνος ἀπάντησε, πῶς θὰ πιστέψει, μόνο ἂν δεῖ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ Σταυροῦ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια Τοῦ καὶ βάλει τὸ χέρι του σ’ αὐτὲς καὶ τὴν λογχευθεῖσα πλευρά Του.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, ὡς ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος δὲν φοβᾶται τὴν ἔρευνα, οὔτε τὴν ψηλάφηση καὶ κάθε πραγματογνωμοσύνη, ἐπανεμφανίσθηκε σὲ ὅλους τοὺς Μαθητές, παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μάλιστα ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀφοῦ γνωρίζει ὡς Παντογνώστης, τί εἶχε πεῖ ὁ Θωμᾶς καὶ πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη, τοῦ τὰ φανέρωσε καλῶντας τον νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγές Του, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος καθόρισε ὡς ὅρο, γιὰ νὰ πιστέψει.
Βέβαια, ἄν καί δὲν γνωρίζουμε, ἂν τελικῶς ὁ Θωμᾶς ψηλάφησε τὸν Κύριο ἡ ὄχι, καθὼς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰὠάννης δὲν μᾶς πληροφορεῖ τί ἔγινε τελικῶς, ἐν τούτοις ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ πῶς ὁ Θωμᾶς ἄγγιξε τὶς πληγὲς καὶ πίστευσε.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἄποψη, πῶς τέτοιο δέος κατέλαβε τὸν Θωμᾶ, ὅταν ἐμφανίσθηκε ὁ ἀναστὰς Χριστὸς ἐνώπιόν Του, καθὼς τὸν κάλεσε νὰ Τὸν ψηλαφήσει, μὲ τὰ ἴδια λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος Τὸν ἀμφισβητοῦσε, (ἐνῶ δὲν ἦταν Παρών ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀλλὰ ὡς Θεὸς παρίστατο), ὥστε ὄχι μόνο δὲν ψηλάφησε τὰ σημεῖα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀρκέστηκε νά τα ‘δεῖ καὶ νὰ προσκυνήσει ἀναφωνώντας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἐνισχύεται κι ἀπὸ τὸν μετέπειτα λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τοῦ εἶπε: «ἐπειδὴ μὲ ἔχεις δεῖ, ἔχεις πιστεύσει», ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ 'πεῖ ἐπειδὴ μὲ ψηλάφησες, μὲ πίστευσες!
Εἴτε ψηλάφησε τὸν Κύριο ὅμως, εἴτε ὄχι, τὸ κέντρο βάρους πέφτει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θωμᾶς δυσπίστησε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἔνδειξη ἀπιστίας, μὲ τὴν σύγχρονη ἀρνητικὴ ἔννοια, ὅσο ἕνα παράπονό του θὰ μπορούσαμε ΄ποῦμε, μιᾶς κι ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε στοὺς Μαθητές, ὅταν ἐκεῖνος ἀπουσίαζε καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐκαιρία, ὅπως οἱ ἄλλοι νὰ τὸν δεῖ Ἀναστημένο.
Αὐτὴ ἡ πολὺ συνήθης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων συμπεριφορὰ τοῦ Θωμᾶ ὀνομάσθηκε ἀπιστία, ἂν καὶ στὴν ὑμνογραφία, αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀποκαλεῖται καλὴ ἀπιστία.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ σύνολό τους, ἑρμηνεύοντας τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητὲς (βλ. Ἰω. κ΄), τὴν πρώτη ἀπουσιάζοντος καὶ τὴν δεύτερη παρόντος τοῦ Θωμᾶ, συμφωνοῦν πῶς ὁ Χριστὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἐκ χαρακτῆρος ἦταν δύσπιστος καὶ ὀρθολογιστής, νὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τρόπο πανηγυρικὸ τήν Ἀνάστασή Του.
Μετέβη ἔτσι ἀπὸ τὴν ἐξ ἀκοῆς πίστη στὴν ἐκ θεωρίας, ὅπως σημειώνεται στὴν Πατερικὴ Γραμματεία, βλέποντας δηλαδὴ μὲ τὰ μάτια του αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν διαβεβαίωναν, ὥστε νὰ ὑπερκαλύψει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία ἢ ἀμφισβήτιση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ νὰ ἀπαντήσει σὲ κάθε ὀρθολογιστῆ καὶ δύσπιστο ἀμφισβητία στοὺς αἰῶνες, γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Θωμᾶς ἔφθασε ἀργοπορημένος καί στήν κηδεία τῆ Παναγίας μας, ὥστε νά δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά φανερωθεῖ ἡ μέτα τρεῖς ἡμέρες ἀνάσταση καί ἡ μετά σώματος καί ψυχῆς μετάστασή Της στούς οὐρανούς, ὅπως ἀναφέρεται σχετικῶς στό συναξάριο τῆς ἑορτῆς τῆ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι στὴ σύγχρονη ἐποχή μας ἔχουμε ἀνάγκη οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, νὰ στοιχιζόμαστε συχνὰ πίσω ἀπό τὸν Θωμᾶ καὶ νὰ συμπληρώνουμε στὴν προσευχή μας τὴν δέηση τοῦ ὑμνογράφου τῆς ἑορτῆς του: «Συνέτισόν μὲ Κύριε ὡς τὸν Θωμᾶν βοᾶν σοι· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θέός μου, δόξα σοι».
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάποιος ἀπρόσιτος θεός, οὔτε ἰδεολογία, οὔτε κἂν θεωρία θρησκευτική. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καταδέχθηκε νὰ σταυρωθεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ μετὰ τήν Ἀνάστασή Του, καταδέχθηκε νὰ ἐμφανισθεῖ καὶ νὰ ψηλαφηθεῖ, ὅπως καταδέχεται νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ ψηλαφεῖται ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, ποῦ ζητεῖ ἀξιόπιστη μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς παρουσία Του. Ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ προσφέροντας τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, ὡς ἀναγκαῖα πνευματικὴ τροφὴ γιὰ νὰ ἔχουμε ζωὴ καὶ σωτηρία.
Ὁ Χριστὸς προσφέρεται σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Σὲ ἐμᾶς ἀπομένει νὰ προσμένουμε τὴν συνάντηση μαζί Του. Ἀκόμη κι ὁ πιὸ δύσπιστος, ἂν ἔχει τὴν καλὴ προαίρεση τοῦ Θωμᾶ, μπροστὰ στὸν Χριστὸ θὰ ἀναφωνήσει: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι» βιώνοντας τὴν θεοειδῆ ἐμπειρία τοῦ χαιρετισμοῦ μας αὐτῶν τῶν ἡμερῶν
Χριστός Ἀνέστη, Ἀληθῶς Ἀνέστη!